Το έδαφος στη Βάβλα είναι σχετικά εύφορο και έδινε πάντα τη δυνατότητα καλλιέργειας ελιών, χαρουπιών, αμπελιών και σιτηρών. Η παραγωγή λαδιού, χαρουπιών και άλλων γεωργικών προϊόντων, παράλληλα με την κτηνοτροφία αποτελούσαν τις κύριες ασχολίες των κατοίκων. Μέχρι τη δεκαετία του 1950 οι τιμές των αγροτικών προϊόντων και ιδιαίτερα του λαδιού και των χαρουπιών ήσαν αρκετά αμοιπτικές  και έτσι ο κόσμος παρέμενε στο χωριό.

Δυστυχώς, μετά το 1955-1960  το γεωργικό επάγγελμα δεν ήταν αποδοτικό για τις ανάγκες της εποχής και έτσι οι νέοι του χωριού πήγαιναν στις πόλεις για να σπουδάσουν και να βρουν καλύτερη εργασία. Επίσης πολλοί πήγαν στο εξωτερικό, ιδιαίτερα στη Βρετανία και γι’ αυτό το χωριό άρχισε σιγά-σιγά να φθίνει και να καταλήξει στη σημερινή του εικόνα.

Μια ασχολία των γυναικών ήταν το Λευκαρίτικο Κέντημα, που έδινε ένα σοβαρό συμπληρωματικό εισόδημα στα νοικοκυριά.

Σήμερα, μια από τις κυριότερες ασχολίες και βιοτεχνίες του χωριού είναι η μελισσοκομία. Το χωριό παράγει το μέλι «Βάβλας» το οποίο πωλείται όχι μόνο στους επισκέπτες του, αλλά και σε όλη την Κύπρο. Στη Βάβλα υπάρχει πολύ θυμάρι και αγριολούλουδο που είναι τα κύρια συστατικά του μελιού αυτού. Επίσης τελευταία, αναπτύχθηκε από δύο νέες κατοίκους βιοτεχνία παραγωγής μαρμελάδων. Η βιοτεχνία παράγει πάνω από 50 διαφορετικές γεύσεις εξαιρετικής ποιότητας.

Για σκοπούς σωματικής άσκησης και απόλαυσης του φυσικού περιβάλλοντος έχει δημιουργηθεί ένα Μονοπάτι Μελέτης της Φύσης μήκους 7 χιλιομέτρων που ακολουθεί μια μαγευτική πορεία, πότε κοντά στον ποταμό του Αγίου Μηνά και πότε κατά μήκος βουνοκορφών.

Το μονοπάτι ξεκινά από το κέντρο του χωριού, περνά από το ξωκλήσι της Παναγίας της Αγάπης και καταλήγει πάλι στο κέντρο του χωριού. Για τη διαδρομή αυτή των 7 χιλιομέτρων χρειάζονται περίπου 3 ώρες. Μια δεύτερη όμως διαδρομή του μονοπατιού μήκους 3-4 χιλιομέτρων δίνει την ευκαιρία για απόλαυση της φύσης μέσα σε 1 ½ ώρα.

Το μονοπάτι κατασκευάστηκε με κονδύλια του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης, που διαχειρίζεται το Τμήμα Δασών.

Φυλλάδια για το μονοπάτι μπορεί να εφοδιαστεί κάποιος από το γραφείο του Κοινοτικού Συμβουλίου.

Η ελαιοκαλλιέργεια είναι μια από ασχολίες των κατοίκων της Βάβλας.

Πιο κάτω θα σας παρουσιάσουμε κάποια στοιχεία που αφορούν την ελαιοκαλλιέργεια:

Η προετοιμασία του εδάφους είναι μια από τις πρώτες καλλιεργητικές φροντίδες των ελαιοκαλλιεργητών. Το έδαφος για να προετοιμαστεί πρέπει να εμπλουτιστεί με θρεπτικά συστατικά αλλά και να απαλλαγεί από ζιζάνια.

Το κλάδεμα των ελαιόδεντρων είναι πολύ σημαντικό για την παραγωγικότητά τους. Αυτό γίνεται είτε στις αρχές της άνοιξης, είτε κατά την περίοδο της συγκομιδής. Κατά τη διάρκεια του κλαδέματος, κόβονται όσα κλαδιά κρίνονται περιττά για να παραμείνουν στο δέντρο μόνο οι καρποφόροι κλάδοι.

Το πότισμα των ελαιόδεντρων πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή. Γενικότερα, οι ελιές δεν χρειάζονται συχνό πότισμα. Εντούτοις, τους μήνες της ανθοφορίας, τους ανοιξιάτικους δηλαδή μήνες, το πότισμα των ελαιόδεντρων είναι καθοριστικής σημασίας τόσο για την αύξηση της παραγωγής τους όσο και για την ποιότητα των καρπών τους.

Από τα τέλη Οκτωβρίου μέχρι τα τέλη Φεβρουάριου, λαμβάνει χώρα το μάζεμα των ελιών, γνωστό ως «λούβισμα».  Για το «λούβισμα» των ελιών χρησιμοποιείται η μέθοδος του ραβδισμού ή αλλιώς «βάκλισμα» αλλά και σύγχρονές μέθοδοι με μηχανήματα.

Το «βάκλισμα» που είναι η παραδοσιακή μέθοδος για το μάζεμα των καρπών της ελιάς, γίνεται ως εξής: «χτυπούν» το ελαιόδεντρο με ένα ξύλινο ραβδί, τη «βάκλα» με σκοπό οι καρποί του δέντρου να πέσουν και να συγκεντρωθούν στα τεράστια πανιά που προηγουμένως τοποθετούνται κάτω από αυτό. Στη συνέχεια, οι ελιές τοποθετούνται σε κασόνια και συνήθως οδηγούνται στο ελαιοτριβείο για την παραγωγή ελαιόλαδου.

Τέλος, κάποιοι ελαιοκαλλιεργητές ακολουθούν την παραδοσιακή μέθοδο πολλαπλασιασμού των ελαιόδεντρων. Αυτή είναι ο εμβολιασμός, δηλαδή η προσαρμογή ενός κλαδιού ελιάς σ’ άλλο δέντρο. Για να καρποφορήσει ένα δέντρο χρειάζεται να περάσουν τουλάχιστον τρία χρόνια από τη φύτευσή του.

Πηγή:

Ιωνάς Ιωάννης, Παραδοσιακά Επαγγέλματα της Κύπρου, Λευκωσία, 2001, σ.487-49

Η αμυγδαλιά είναι ένα τυπικό μεσογειακό φυλλοβόλο δένδρο μικρών διαστάσεων. Η καλλιέργεια της αμυγδαλιάς φαίνεται να διαδόθηκε στις άλλες μεσογειακές χώρες από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Στην Κύπρο καλλιεργείται από τα πανάρχαια χρόνια.

Η αμυγδαλιά ανήκει στην οικογένεια των ροδιδών τα οποία σήμερα συμπεριλαμβάνονται στο γένος Prunus και αποτελεί την κοινή ονομασία του είδους Prunus amygdalus communis.

Βασικό χαρακτηριστικό της αμυγδαλιάς είναι ότι ανθίζει προτού βγάλει φύλλα. Τα άνθη της είναι εντυπωσιακά, άσπρα και εύοσμα, ενώ προτού ανοίξουν έχουν ελαφρώς ρόδινα πέταλα. Τα φύλλα της είναι λογχοειδή, οδοντωτά στην περιφέρεια και με μικρό μίσχο. Οι καρποί της, οι οποίοι είναι εδώδιμοι, τα γνωστά σε όλους αμύγδαλα, είναι ωοειδείς δρύπες, με μυτερή τη μία εκ των δύο κορυφών τους. Το εξωκάρπιο τους, αντί για σαρκώδες, όπως στα υπόλοιπα καρποφόρα πυρηνόκαρπια, είναι ένα γκριζοπράσινο τσόφλι σκεπασμένο με λεπτό χνούδι, που περιέχει ένα ή δύο σπέρματα, κλεισμένα σε ένα ξυλώδες κέλυφος με πολλές μικρές τρύπες. Τα σπέρματα έχουν άσπρη σάρκα και είναι γλυκιά ή πικρά ανάλογα με την ποικιλία.

Η γεύση των αμυγδάλων καθορίζει και τη χρήση των διαφόρων ποικιλιών τους. Τα γλυκά αμύγδαλα χρησιμοποιούνται ως επιτραπέζιοι ξηροί καρποί, στην παρασκευή ζαχαρωτών, αμυγδαλωτών, ποτών καθώς και για την εξαγωγή εδώδιμου ελαίου. Τα πικρά αμύγδαλα χρησιμοποιούνται στην φαρμακευτική ως καταπραϋντικά για το άσθμα και τον βήχα, αλλά και στην αρωματοποιία. Από αυτά τα αμύγδαλα εξάγεται και ένα έλαιο, το οποίο περιέχει προυσσικό οξύ γνωστό και ως υδροκυάνιο, και αποτελεί γνωστό δηλητήριο. Η ουσία αυτή απομακρύνεται από τους πυρήνες των καρπών, μέσω πλύσεως με άλκαλι, οπότε το αμυγδαλέλαιο που παράγεται χρησιμοποιείται ως αρωματικό.

Η αμυγδαλιά είναι δέντρο ιθαγενές της δυτικής Ασία και της νότιας Αφρικής, καλλιεργείται ωστόσο ευρέως εκτός από την Κύπρο και την Ελλάδα, στην Ισπανία, την Τουρκία, στο Μαρόκο, στην Τυνησία και στην Αίγυπτο.

Το ξύλο της αμυγδαλιάς είναι βαρύ και σκληρό και θεωρείται κατάλληλο για τη λεπτοξυλουργική.

Μια από τις κυριότερες ασχολίες και βιοτεχνίες του χωριού είναι η μελισσοκομία.

Το χωριό παράγει το μέλι «Βάβλας» το οποίο πωλείται όχι μόνο στους επισκέπτες του, αλλά και σε όλη την Κύπρο.

Στη Βάβλα υπάρχει πολύ θυμάρι και αγριολούλουδο που είναι τα κύρια συστατικά του μελιού αυτού.

Επίσης τελευταία, αναπτύχθηκε από δύο νέες κατοίκους βιοτεχνία παραγωγής μαρμελάδων. Η βιοτεχνία παράγει πάνω από 50 διαφορετικές γεύσεις εξαιρετικής ποιότητας.